- αυτοπειθαρχία
- autodiscipline
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
αυτοπειθαρχία — η το να επιβάλλει κάποιος πειθαρχία στον εαυτό του. [ΕΤΥΜΟΛ. < αυτο + πειθαρχία. Απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου (πρβλ. αγγλ. self discipline). Η ελλ. λ. μαρτυρείται από το 1897 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
Ολλανδία — I Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει Δ με το Βέλγιο, Α με τη Γερμανία, και βρέχεται Β από τη Βόρεια θάλασσα.Το σημερινό έδαφος της Ο. προέκυψε μετά την αποχώρηση του Βελγίου, το 1830, από το βασίλειο της Ο., το οποίο είχε δημιουργηθεί το 1815 … Dictionary of Greek
Πέτερσεν, Πέτερ — (Petersen, Γκροσενβίχε, Φλένσμπουργκ 1884 – Ιένα 1952). Γερμανός παιδαγωγός. Καθηγητής της παιδαγωγικής· οφείλει τη φήμη του στο σχέδιο της Ιένας (1927) που απόβλεπε στη δημιουργία ενός σχολείου που να είναι πραγματική κοινότης ζωής. Οι θεωρίες… … Dictionary of Greek